- στοιβοειδής
- στοιβοειδήςloosemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιβοειδής — ές, Α πορώδης, σπογγώδης («ἥπατος καὶ σπληνὸς ἡ στοιβοειδὴς σάρξ», Αλέξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + ειδής*] … Dictionary of Greek